λανσάρισμα

λανσάρισμα
το, -ατος
(λ. γαλλ.), η πρώτη εμφάνιση ενός είδους στην αγορά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λανσάρισμα — το [λανσάρω] 1. η παρουσίαση για πρώτη φορά και η διάδοση ή κυκλοφορία ενός προϊόντος, ενός συνθήματος ή, γενικότερα, μιας ιδέας, αντίληψης, θεωρίας κ.τ.ό. 2. (κατ επέκτ.) η χρήση ενός πρωτοεμφανιζόμενου είδους …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”